τσιμπέρι

τσιμπέρι
το βλ. τσεμπέρι, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσεμπέρι — και τσιμπέρι, το, Ν μαντίλι για το κεφάλι, κεφαλόδεσμος, φακιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cember] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… …   Dictionary of Greek

  • τσεμπέρι — τσεμπέρι, το και τσιμπέρι, το (λ. τουρκ.), γυναικείο μαντίλι του κεφαλιού από λεπτό ύφασμα, η μαντίλα, το φακιόλι, το τουλπάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”